πρυλέες

πρυλέες
-έων, οἱ, Α
1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους
2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση πρό ή με τη λ. πρύτανις, στην οποία θα μπορούσε πιθ. να μας οδηγήσει η υπόθεση ότι ο τ. πρυλέες χρησιμοποιείται και με σημ. ανάλογη με αυτήν τής λ. πρό-μαχοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρυλέες — men at arms masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρύλεες — πρύλις dance in armour fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλεῖς — πρυλέες men at arms masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέας — πρυλέες men at arms masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέων — πρυλέες men at arms masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλεύσεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • πρύλις — εως, ἡ, Α 1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι 2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. τής λ. πρυλέες] …   Dictionary of Greek

  • προυλέσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. πιθ. βοιωτ. ή αιολ. τής δοτ. τού τ. πρυλέες*] …   Dictionary of Greek

  • πρυλέεσιν — πρύλις dance in armour fem dat pl (epic ionic) πρυλέες men at arms masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυλέεσσ' — πρυλέεσσι , πρύλις dance in armour fem dat pl (epic) πρυλέεσσι , πρυλέες men at arms masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”